προσλαμβάνονται

προσλαμβάνονται
προσλαμβάνω
take
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παχυσαρκία — (Ιατρ.). Παθολογική αύξηση του βάρους του σώματος, που οφείλεται σε υπερβολική συσσώρευση λίπους στον οργανισμό. Παρατηρείται γενικά μεταξύ των 40 και 50 ετών, αλλά καμιά φορά και από την παιδική ηλικία: (είναι συχνότερη στις γυναίκες και συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • γκέισα — Ιαπωνική λέξη που δηλώνει την επαγγελματία χορεύτρια και τραγουδίστρια. Οι γ. διαλέγονται παραδοσιακά ανάμεσα στις ωραιότερες νέες. Από ηλικία δέκα ετών φοιτούν σε ειδικά σχολεία όπου μαθαίνουν τραγούδι, απαγγελία ποιημάτων, χορό, διάφορα μουσικά …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • δρακόντιο — (dracum culus). Είδος σκουληκιού που παρασιτεί στον άνθρωπο και προκαλεί τη νόσο δρακοντίαση. Συνήθως παρασιτεί στον υποδερμικό ιστό των ανθρώπων που ζουν στις τροπικές περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής. Το σώμα του θηλυκού είναι… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτικός — και θρεφτικός, ή, ό (ΑΜ θρεπτικός, ή, όν) [τρέφω] αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών 2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» το σύνολο τών οργάνων με… …   Dictionary of Greek

  • καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… …   Dictionary of Greek

  • κομπάρσος — Βοηθητικό, συνήθως βουβό, πρόσωπο σε θεατρική παράσταση και σε κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία. Οι κ. χρησιμοποιήθηκαν σε όλες τις εποχές και σε κάθε θεατρικό είδος. Ενώ στο δραματικό θέατρο ο αριθμός τους ήταν συνήθως περιορισμένος, στο… …   Dictionary of Greek

  • βιοαποικοδόμηση — Διαδικασία βαθμιαίας ανοργανοποίησης της οργανικής ύλης που γίνεται με τη βοήθεια των αποικοδομητών του οικοσυστήματος. Οι οργανισμοί αυτοί (ορισμένοι μικροοργανισμοί και μύκητες) εξασφαλίζουν ενέργεια διασπώντας διαδοχικά τις οργανικές ενώσεις… …   Dictionary of Greek

  • βρόμιο — Χημικό στοιχείο, με σύμβολο Br. Ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος (στην υποομάδα των αλογόνων), έχει ατομικό αριθμό 35 και δύο σταθερά ισότοπα. Στη φύση απαντάται με τη μορφή αλογονούχων ενώσεων, οι οποίες είναι πολύ διαδεδομένες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”